- ψίττα
- και ψύττα, Αβλ. σίττα (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψίττα — ψίσσα , ψίζω feed on pap aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττάζω — ΜΑ [ψίττα] φωνάζω ψίττα* … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek
σίττα — (I) και ψίττα και ψύττα Α επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ , ἀμνίδες», Θεόκρ. β. «σίτθ , ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) και λόγιος τ. σίττη, η, Ν ζωολ.… … Dictionary of Greek
φίττα — ἡ, Α (εσφ. γρφ.) ψίττα* … Dictionary of Greek
ψύττα — και ψίττα, ἡ, Α βλ. σίττα … Dictionary of Greek